- καγ
- κάγ (Α)σπάν. ποιητ. τ. τής πρόθεσης κατά πριν από γ («κὰγ γόνυ» — κατά γόνυ, Ομ. Ιλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάγ — κατά downwards. poetic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
Papyrus 19 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 19 Name Oxyrhynchus Papyri 1170 Text Matthäusevangelium 10 11 † … Deutsch Wikipedia
καπ — κάπ (Α) επικ. τ. τού κατά πριν από π ή φ («κὰπ πεδίον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατά με αποκοπή τού τα και αφομοίωση προς το αρκτικό σύμφωνο τής επόμενης λ. (πρβλ. και κὰγ γόνυ=κατὰ γόνυ)] … Dictionary of Greek